- γηοῦχος
- γαιήοχοςearth-movingmasc/fem nom sgγηοῦχοςland-holdingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γηούχος — γηοῡχος, ον (Μ) αυτός που έχει γη, ο ιδιοκτήτης γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γη + ούχος < έχω] … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek